Πως ο Ελευθέριος Βενιζέλος αναφέρθηκε δημοσίως στην οικογενειακή παράδοση καταγωγής του από το Μυστρά, κατευνάζοντας τους εξαγριωμένους Σπαρτιάτες.
Άρθρο του Νίκου Ι. Καρμοίρη στην εφημερίδα «Ο Καραβάς» (Απρ.-Σεπτ. 2021)
Στις βουλευτικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν τον Αύγουστο του 1928 το κόμμα των Φιλελευθέρων αναδείχθηκε πρώτο, με ισχυρή πλειοψηφία, καταλαμβάνοντας τις 178 από τις 250 έδρες του Ελληνικού Κοινοβουλίου· κοινοβουλευτική δύναμη που αυξήθηκε σε 217 έδρες από την προεκλογική συνεργασία με τις παρατάξεις των Παπαναστασίου, Κονδύλη, Μιχαλακοπούλου και Ζαβιτσάνου. Λόγω του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος και της διάσπασης των αντιβενιζελικών δυνάμεων, στην παραδοσιακά φιλοβασιλική Επαρχία Λακεδαίμονος ο Βενιζέλος κατάφερε να κερδίσει για πρώτη φορά όλες τις έδρες, εκλέγοντας δύο βουλευτές. Στις γερουσιαστικές εκλογές που ακολούθησαν τον Απρίλιο του 1929, οι Φιλελεύθεροι κατέλαβαν και το σύνολο των εδρών τού Νομού Λακωνίας. Η επιτυχία αυτή φάνηκε πως «γλύκανε» τον Βενιζέλο, ο οποίος, ευρισκόμενος ήδη σε περιοδεία τον Μάιο του 1929, ενέταξε για πρώτη φορά στους σταθμούς του την Σπάρτη και τον Μυστρά.
Η λακωνική πρωτεύουσα άρχισε να προετοιμάζεται για την άφιξη του Έλληνα Πρωθυπουργού. Ο Δήμαρχος Σπαρτιατών, Ηλίας Γκορτσολόγος, ενημέρωσε το Δημοτικό Συμβούλιο σχετικά με την επικείμενη επίσκεψη του Βενιζέλου, και εισηγήθηκε ο Δήμος να προβεί «εις ενεργείας κανονισμού υποδοχής του». Κατά τη διάρκεια της συνεδρίασης υπήρξε διάσταση απόψεων μεταξύ των δημοτικών συμβούλων για τον τρόπο υποδοχής. Εν τέλει, το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε παμψηφεί να πραγματοποιηθεί πάνδημη υποδοχή, ύστερα από την διπλωματική παρέμβαση του συμβούλου Σπυρίδωνα Κοντολέοντα, ο οποίος κατάφερε να αναδείξει την προφανή διάκριση ανάμεσα στο θεσμό του Πρωθυπουργού και το πρόσωπο του Βενιζέλου, σημειώνοντας:
«αδιακρίτως πολιτικών αποχρώσεων, πρέπει να γίνη πάνδημος υποδοχή και προς τιμήν του κ. Πρωθυπουργού […], καθ΄ όσον εκ της επισκέψεως της πόλεώς μας εκ του κ. Πρωθυπουργού πολλά έχη να ωφεληθή». Ο Κοντολέων υπήρξε μια σημαντική προσωπικότητα της πόλης, που, αν και άνηκε στο κόμμα των Φιλελευθέρων, ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στην σπαρτιατική κοινωνία, από την οποία εκλεγόταν σταθερά δημοτικός σύμβουλος με τον ανεξάρτητο συνδυασμό του Γκορτσολόγου, διατελώντας μάλιστα και Δημαρχεύων. Την ίδια εποχή, ήταν κι εκλεγμένο μέλος στο Διοικητικό Συμβούλιο του Εμπορικού Συλλόγου Σπάρτης, στο οποίο εισηγήθηκε τη συμμετοχή του συλλόγου στην υποδοχή του Βενιζέλου, τονίζοντας:
«ο Εμπορικός Σύλλογος δεν πρέπει να υστερήση. Δια να μη επέλθη δε καμμιά παρεξήγησις προκαταβολικώς θέτω το ζήτημα ότι ημείς δεν θα υποδεχθώμεν το πρόσωπον του Ελευθ. Βενιζέλου, αλλά το πρόσωπον του Πρωθυπουργού της Ελλάδος». Οι έμποροι της πόλης αποφάσισαν, όχι μόνον να δώσουν το παρόν στις εκδηλώσεις υποδοχής, αλλά, και να θέσου υπόψιν του Πρωθυπουργού μείζονα ζητήματα που απασχολούσαν την περιοχή, με σημαντικότερο την κατασκευή του δρόμου Σπάρτης-Καλαμών.
Ο Βενιζέλος έφθασε στη Σπάρτη την Τρίτη του Πάσχα 7 Μαΐου 1929, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του Έλενα, τον γιο του Κυριάκο και πολυπληθή κουστωδία αποτελούμενη, από βουλευτές, μέλη του υπουργικού συμβουλίου, στενούς του συνεργάτες και δημοσιογράφους αθηναϊκών εφημερίδων. Ανάμεσα στα πρόσωπα που τον συνόδευαν βρίσκονταν και οι θριαμβευτές στην περιοχή, Βουλευτής Λακεδαίμονος Γεώργιος Φικιώρης, και Γερουσιαστές Λακωνίας Ιωάννης Γιατράκος και Κυριακούλης Βαρδουλάκης. Οδεύοντας προς την Σπάρτη, κάτοικοι των παρακείμενων του δρόμου χωριών,
«συν γυναιξί και τέκνοις» του επεφύλαξαν θερμό καλωσόρισμα «μετά πρωτοφανούς ενθουσιασμού», όπως περιγράφει γλαφυρά ο Τύπος της εποχής. Έξω από την πόλη τον προϋπάντησε ο έτερος τοπικός Βουλευτής, Ιωάννης Λυμπερόπουλος, συνοδεύοντάς τον ως την σιδερένια γέφυρα του Ευρώτα, όπου τον υποδέχθηκαν οι τοπικές αρχές, με επικεφαλής τον Νομάρχη Τράκα και το Δήμαρχο Γκορτσολόγο.
«Η είσοδος του κ. Βενιζέλου εις την πόλιν εχαιρετίσθη με εκδηλώσεις ζωηροτάτου ενθουσιασμού. Από της εισόδου της πόλεως μέχρι του δημαρχείου ο λαός της Σπάρτης εν συναγερμώ εζητοκραύγαζε τον πρόεδρον τον οποίον έρραινον με άνθη από τους εξώστας των οικιών», έγραφε η εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα».
Από το μπαλκόνι του Δημαρχιακού Μεγάρου ο Γκορτσολόγος προσφώνησε τον επίσημο επισκέπτη, καλωσορίζοντάς τον στην πατρίδα
«του Λεωνίδα και των τριακοσίων». Πλέκοντάς του, μάλιστα, το εγκώμιο, αναφέρθηκε εμμέσως στην καταγωγή της οικογένειας Βενιζέλου από την περιοχή. Στην αντιφώνησή του ο Βενιζέλος, σύμφωνα με τον αθηναϊκό Τύπο, απάντησε στο καλωσόρισμα του Δημάρχου λέγοντας:
«Σας ευχαριστώ θερμώς δια την υποδοχήν την οποίαν μου εκάματε. Η ιστορία της ωραίας σας πόλεως, αι περίφημοι αρχαιότητες αυτής, το μεγαλείον της και το γεγονός ότι κάπου εδώ κοντά ευρίσκεται το χωριό μου ο Μιστράς, από καιρού μού εκίνησαν την επιθυμίαν να επισκεφθώ την Σπάρτην. Δυστυχώς μέχρι τούδε δεν το κατώρθωσα. Αλλά κάλλιο αργά παρά ποτέ».
Αν και πράγματι θεωρείται πως η υποδοχή της τοπικής κοινωνίας υπήρξε κόσμια και ενθουσιώδης, οι βενιζελικές εφημερίδες, όπως ήταν φυσικό, στρογγύλεψαν το λόγο του Βενιζέλου, και ωραιοποίησαν τις περιγραφές της υποδοχής. Έτσι, λοιπόν, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η μαρτυρία του Α. Βέλμαχου, που καταγράφηκε στο περιοδικό «Λακωνικά», σύμφωνα με την οποία:
«[Ο Βενιζέλος] επεσκέφθη για πρώτη φορά τη Σπάρτη, έπειτα από είκοσι ετών πολιτική ζωή. Όταν βγήκε στον εξώστη του Δημαρχείου, αφού εχαιρέτησε το πλήθος, που παραληρούσε από ενθουσιασμό, είπε: “Από καιρό ήθελα να σας επισκεφθώ, αλλά δεν είχατε καλούς δρόμους!!”, που εσήμαινε: “δεν μ΄ εψηφίζατε!”. Ο κόσμος που τον κατενόησε, έγινε έξαλλος σε εκδηλώσεις και πολλοί πέταγαν ψηλά τα καπέλλα τους ή οι πιο “εχέφρονες” τάβαζαν στο γύρισμα της μαγκούρας τους και τα σήκωναν ψηλά […]. Όταν ξανάγινε ησυχία, συνέχισε: Άλλωστε (τα θυμάμαι κατά λέξη) και εγώ από εδώ κατάγομαι. Το σπίτι των προγόνων μου βρίσκεται ακόμη στο Μυστρά».
Για την καταγωγή της οικογένειας Βενιζέλου έχουν υποστηριχθεί και γραφτεί αρκετά, ήδη από τις αρχές του20ου αιώνα. Ο ίδιος ο Βενιζέλος φαίνεται πως είχε υποστηρίξει αυτή την εκδοχή κατά την επίσκεψή του στην Νέα Υόρκη, σε κατ΄ ιδίαν συνομιλία του με τον Σπαρτιάτη Γυμνασιάρχη Π. Χ. Δούκα, η οποία αποτυπώθηκε στο ογκώδες βιβλίο του δεύτερου. Πιθανότατα, όμως, η πρώτη δημόσια αναφορά του στην προγονική του καταγωγή έγινε κατά την διάρκεια εκείνης της επίσκεψης και διαμονής του στη Σπάρτη, όταν τόσο ο ίδιος, όσο και ο προσκείμενος σε εκείνον Τύπος, θέλησαν να αναδείξουν τις μακρινές ρίζες της οικογένειας Βενιζέλου από την οικογένεια Κρεββατά του Μυστρά. Σχετικά με αυτή την καταγωγή, ο βιογράφος του Βενιζέλου, Στέφανος Στεφάνου, παραθέτει στο βιβλίο του (Ελευθέριος Βενιζέλος: Πλαστουργός Ιστορίας, Αθήνα 1977) ίσως την πιο ρεαλιστική εκδοχή, σύμφωνα με την οποία η σχέση Βενιζέλων και Κρεββατάδων δεν ήταν δυνατό να επικυρωθεί με γενεαλογικές έρευνες και η σύνδεση προκύπτει μέσω προφορικών παραδόσεων της οικογενείας, φορέας των οποίων υπήρξε αρχικά ο πατέρας του Ελευθερίου, Κυριάκος, και εν συνεχεία ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος, ο οποίος, όπως αναφέρει ο Στεφάνου,
«επιβεβαίωνε με πεποίθηση, την άμεση σχέση συνέχειας του γενεαλογικού του κλάδου προς τους Κρεββατάδες του Μυστρά».
Κατά την ολιγοήμερη διαμονή του στη Σπάρτη, ο Βενιζέλος επισκέφτηκε και το Μυστρά στις 8 Μαΐου 1929. Φτάνοντας, οι κάτοικοι του επεφύλαξαν θερμότατη υποδοχή στην πλατεία του χωριού, αντίστοιχη με εκείνη των Σπαρτιατών, κι εκείνος, όπως γράφει η εφημερίδα «Πατρίς», τους χαιρέτησε αποκαλώντας τους
«συγχωριανούς του»! Ο Πρόεδρος της Κοινότητας, Λεωνίδας Μανουσάκης, κατά την προσφώνησή του, γνωστοποίησε στον Βενιζέλο την απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου να τον ανακηρύξει επίτιμο δημότη
«ως καταγόμενον εκ Μιστρά». Στη συνέχεια, συνοδευόμενος από τον Έφορο Αρχαιοτήτων, Θεμιστοκλή Καραχάλιο, ο Βενιζέλος περιηγήθηκε στην βυζαντινή καστροπολιτεία, ζητώντας να πληροφορηθεί περισσότερα στοιχεία για τους Κρεββατάδες. Επέλεξε, μάλιστα, να φωτογραφηθεί συμβολικά στα ερείπια της οικίας Κρεββατά, που έστεκαν τότε ακόμη στον παλιό Μυστρά.
Η επίσκεψη του Βενιζέλου στη Σπάρτη αποτελεί ένα ιδιαίτερο κομμάτι της μικροϊστορίας της νεότερης πόλης. Η αντιβενιζελική κοινωνία της Λακεδαίμονος -λαός και φορείς- κατάφερε να κάνει -μία τρόπον τινά- διάκριση, υποδεχόμενη τον Βενιζέλο όχι τόσο ως πρόσωπο, αλλά κυρίως ως θεσμό, παρά τα σύννεφα του εθνικού διχασμού, που συνέχιζαν -αραιωμένα μεν- να αιωρούνται πάνω από την χώρα, και τις αντίθετες ριζωμένες πολιτικές ιδεολογίες. Αξιοσημείωτη είναι η μαρτυρία του Κ. Λουμάκη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Λακωνικά», μεταφέροντας το κλίμα της εποχής:
«Ήμουν μαθητής του Σχολαρχείου όταν για πρώτη φορά αντίκρυσα τον ευσταλή και ομολογουμένως εντυπωσιακού παρουσιαστικού, με το σφηνοειδές μούσι του Ελευθέριον Βενιζέλον, όταν τότε ήλθε στην Σπάρτη. […] Ήταν, όταν κατέβηκε στη Σπάρτη, Πρωθυπουργός και ο Σπαρτιατικός Λαός, καίτοι ήτο κατά το πλείστον, σφόδρα αντιβενιζελικός, όμως τον υπεδέχθη χωρίς καμιά αντιπολιτευτική ασχημία. Θυμάμαι μάλιστα, ότι μετά τον λόγο που εξεφώνησε από τον εξώστη του Δημαρχιακού Μεγάρου της Σπάρτης, βγήκε σαν κοινός θνητός, με μερικούς Σπαρτιάτες φίλους του και με τον αείμνηστο Δήμαρχο Ηλ. Γκορτσολόγο, και έκανε βόλτες στον κεντρικό δρόμο της Σπάρτης […], χωρίς σωματοφύλακες και χωρίς κανένα, εμφανές τουλάχιστον προφυλακτικόν μέτρον. […] Και όμως, ήταν στην Σπάρτη και όχι στα Χανιά που είχε γεννηθή, στη Σπάρτη όπου τα 85-90% των Σπαρτιατών, ήσαν Βασιλόφρονες και φυσικά διέκειντο τότε, σφόδρα εχθρικά προς Αυτόν. […] Τα πολιτικά πάθη ήσαν τόσο οξύτατα, ώστε πραγματικά ήταν, απορίας άξιον, πως δεν εσημειώθηκαν επεισόδια από τους τόσον φανατικούς και κατά πολύ υπερτερούντας, έναντι των αντιπάλων των, Βασιλόφρονες της Σπάρτης».
Παρά τις αναφορές περί καταγωγής από την περιοχή, οι Λακεδαιμόνιοι εξακολούθησαν να ψηφίζουν, όπως και πρωτύτερα, με πολιτικοϊδεολογικά κριτήρια χωρίς να επηρεαστούν συναισθηματικά από πιθανές «εντοπιότητες», όπως απέδειξαν τα μετέπειτα εκλογικά αποτελέσματα. Παρά ταύτα, η -αξιοθαύμαστη- σχεδόν πάνδημη, και δίχως ακρότητες, υποδοχή του Ελευθερίου Βενιζέλου, από τους κατοίκους των χωριών και της λακωνικής πρωτεύουσας μαρτυρά το κύρος που εξέπεμπε η καθηλωτική προσωπικότητά του και το σεβασμό που απολάμβανε ο κορυφαίος Έλληνας πολιτικός του 20ου αιώνα, ακόμα και από μεγάλη μερίδα αντίθετης κομματικής βάσης._